πολυανθεῖς

πολυανθεῖς
πολυανθής
masc/fem acc pl
πολυανθής
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • мъногоцвѣтьныи — (4*) пр. 1.Изобилующий цветами: Не ѹдобь ѥсть ѡбрѣсти. что ѥсть болѣ ѿ добродѣтели всѣхъ, ˫ако же ни въ раи мно(го)||цвѣтномъ и бл҃говоньномъ льзѣ ѡбрѣсти лѹчьша и бл҃говоньнѣиша ѿ цвѣтъ (πολυανϑεῖ) Пч к. XIV, 1–1 об.; Беспрестани добротою и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγριοαλισφακιά — Δικότυλο φυτό της οικογένειας των λαμπιατών, γνωστό επιστημονικά ως σόλβια η σπονδυλωτή. Είναι πολυετής πόα, ύψους 40 έως 80 εκ., τριχωτή, πολύκλαδη και δύσοσμη. Έχει φύλλα πράσινα, πλατιά και άνθη γαλάζια, μικρά, σε πολυανθείς, πυκνούς… …   Dictionary of Greek

  • αγριοσταφίδα — Κοινή ονομασία δύο φυτών. 1. Δελφίνο η αγριοσταφίδα, της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. 2. Φυτολάκα η δέκανδρος, της οικογένειας των φυτολακκιδών. Πολυετής πόα, ύψους 1 3 μ., με βλαστό λείο, όρθιο, παχύ, γραμμωτό, συνήθως κοκκινωπό, με… …   Dictionary of Greek

  • γαρδένια — (gardenia). Θάμνος αειθαλής της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), ο οποίος καλλιεργείται κυρίως για τα μεγάλα και αρωματικότατα άνθη του, τα οποία, καθώς εμφανίζονται στις άκρες των βλαστών, ξεχωρίζουν έντονα πάνω στο σκούρο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”